Γ. Δραγασάκης: Νεοφιλελευθερισμός και ισχυρά συμφέροντα οι σταθερές της κυβέρνησης

Πλέον δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες ως προς τις κατευθύνσεις της πολιτικής Μητσοτάκη – Ενώ εμείς παραλάβαμε από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά μια χώρα σε τέλμα και αδιέξοδο, η ανάκαμψη της οικονομίας που πετύχαμε και τα αποθέματα που δημιουργήσαμε αναδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες και επιτέλους υπάρχει κάτι να «μοιραστεί»

Από την κυβερνητική αλλαγή έως σήμερα η Ν.Δ. κυβερνούσε κατά βάση με τον προϋπολογισμό που είχε ετοιμάσει η προηγούμενη κυβέρνηση. Ο προϋπολογισμός λοιπόν του 2020 έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι αποτελεί τον πρώτο προϋπολογισμό που καταρτίστηκε από τη νέα κυβέρνηση και αποτυπώνει πλήρως την πολιτική της.

Μετά και την ψήφιση λοιπόν του Προϋπολογισμού, δεν υπάρχει χώρος για αυταπάτες ως προς τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Βεβαίως, η κυβέρνηση της Ν.Δ. είναι κατά κάποιον τρόπο τυχερή, διότι για πρώτη φορά τις τελευταίες δεκαετίες μια κυβέρνηση παραλαμβάνει από την προηγούμενη όχι καμένη γη και άδεια ταμεία, αλλά πλεονάσματα και ισχυρά αποθέματα για θωράκιση έναντι εξωγενών κινδύνων.

Όμως δεν είναι μόνο τα αποθέματα αλλά και η ανοδική τάση, η δυναμική της οικονομίας. Όπως έδειξαν και τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η οικονομία αυξανόταν με ρυθμό 2,8%, σε επίπεδο δηλαδή ίσο με τον στόχο του Προϋπολογισμού για το 2020. Η επίδοση αυτή όχι μόνο εκθέτει με ηχηρό τρόπο την καταστροφολογία της Ν.Δ. όταν ήταν αντιπολίτευση, αλλά δημιουργεί και ένα προηγούμενο με το οποίο η κυβέρνηση καλείται να αναμετρηθεί κι αν όχι να το ξεπεράσει, τουλάχιστον να το φτάσει το 2020.

Έτσι ενώ εμείς παραλάβαμε από την κυβέρνηση του κ. Σαμαρά μια χώρα σε τέλμα και αδιέξοδο, η ανάκαμψη της οικονομίας που πετύχαμε και τα αποθέματα που δημιουργήσαμε αναδεικνύουν σημαντικές δυνατότητες και επιτέλους υπάρχει κάτι να «μοιραστεί».

Μια βασική αντίφαση

Και αυτή είναι μια βασική αντίφαση του Προϋπολογισμού του 2020 αλλά και συνολικά της κυβερνητικής πολιτικής από εδώ και πέρα. Ενώ υπάρχουν σήμερα μεγαλύτερες δυνατότητες, η κυβέρνηση αυτή περικόπτει αντί να διευρύνει όσα εμείς κάναμε υπέρ των αδυνάτων. Και το ερώτημα είναι εύλογο. Αφού η οικονομία πάει καλύτερα, γιατί δεν κάνουν πιο γενναίες και δίκαιες φοροελαφρύνσεις και γιατί δεν αυξάνουν τις δαπάνες για Παιδεία, Υγεία και κοινωνικό κράτος; Γιατί, αντίθετα, μειώνουν τις δαπάνες για την πρόνοια κατά 400 εκατ. μετά από τεσσεράμισι χρόνια συνεχούς αύξησης; Γιατί καταργούν τη 13η σύνταξη; Γιατί κόβουν προγράμματα απασχόλησης νέων επιστημόνων;

Η απάντηση προφανώς βρίσκεται στις νεοφιλελεύθερες συντεταγμένες της πολιτικής της σημερινής κυβέρνησης, στις δεσμεύσεις της στα ισχυρά συμφέροντα που τη στηρίζουν, σε λάθη που απορρέουν από αυτά.

Άνιση και άδικη ανακατανομή των φορολογικών βαρών

Το πρώτο λάθος της κυβέρνησης είναι ότι δεν προχώρησε σε μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως εμείς είχαμε σχεδιάσει και ανακοινώσει να κάνουμε από το 2020. Ο κ. Μητσοτάκης είχε δύο επιλογές. Η πρώτη ήταν να υιοθετήσει τον σχεδιασμό της προηγουμένης κυβέρνησης και να αξιοποιήσει ένα μέρος των αποθεμάτων που είχαμε δημιουργήσει. Το πρωτογενές πλεόνασμα θα έμενε τυπικά στο 3,5%, αλλά στην πράξη η μία μονάδα θα επέστρεφε στους πολίτες και θα καλυπτόταν από το απόθεμα. Έτσι θα υπήρχε ευρύτερος δημοσιονομικός χώρος να αξιοποιηθεί για φορολογικές ελαφρύνσεις και ενίσχυση των κοινωνικών και αναπτυξιακών αναγκών.

Ο κ. Μητσοτάκης είχε και μια δεύτερη δυνατότητα: να ζητήσει τη μείωση των πλεονασμάτων κατά μία μονάδα λόγω αλλαγής των αντικειμενικών συνθηκών. Τα πλεονάσματα χρειάζονται για να πληρώνονται οι τόκοι του δημόσιου χρέους, όμως η αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού διεθνώς απαιτεί λιγότερους πόρους για την πληρωμή των τόκων για το δημόσιο χρέος, οπότε δεν είναι αναγκαίο πλέον το 3,5%. Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, οι δαπάνες για τόκους ανέρχονται σε 5.180 δισ. Ευρώ, ενώ το πλεόνασμα σε 7,5 δισ. ευρώ. Άρα το πρωτογενές πλεόνασμα θα μπορούσε να είναι 2,5% αντί για 3,5%. Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν έθεσε καν το θέμα αυτό.

Επειδή ο κ. Μητσοτάκης δεν μείωσε τον στόχο για τα πρωτογενή πλεονάσματα είτε με τον έναν τρόπο είτε με τον άλλο, οι περιβόητες φοροελαφρύνσεις, που τόσες φορές εξήγγειλε προεκλογικά, έμειναν αόρατες για τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού. Το συνολικό φορολογικό βάρος δεν μειώνεται, αλλά αυξάνει και αναδιανέμεται. Ιδού οι αριθμοί από τον προϋπολογισμό: το 2019 το σύνολο των φορολογικών εσόδων του κράτους ήταν 51 δισ. και 392 εκατομμύρια ευρώ. Πόσα προβλέπονται για το 2020; 52 δισ. και 165 εκατ. ευρώ. Δηλαδή προβλέπεται αύξηση του φορολογικού βάρους κατά 773 εκατομμύρια ευρώ. Πού είναι λοιπόν η φορολογική ελάφρυνση σε συνολικούς όρους;

Το δεύτερο λάθος είναι χειρότερο από το πρώτο και αφορά τον άνισο και άδικο τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση μοίρασε τις περιορισμένες φοροελαφρύνσεις ανάμεσα στις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και ομάδες του πληθυσμού.

Πάνω από το μισό ποσό των φοροελαφρύνσεων, συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ, κατευθύνθηκε στη μείωση της φορολογίας στα κέρδη και τα μεγάλα εισοδήματα. Τι να μείνει για την υπόλοιπη κοινωνία;

Κι εδώ αναδεικνύεται ένα πρόβλημα προτεραιοτήτων. Πραγματικά η μέγιστη προτεραιότητα για την κυβέρνηση ήταν, αυτή την ώρα, η περαιτέρω μείωση κατά 50% της φορολογίας στα μερίσματα; Όταν δεν μειώνεται ούτε κατά 1% η φορολογία κοινωνικών ομάδων με μεγάλα προβλήματα;

Χωρίς σχέδιο και στρατηγική

Το τρίτο λάθος είναι η αυταπάτη ότι η μείωση της φορολογίας θα προσελκύσει επενδύσεις από το εξωτερικό. Αν ήταν έτσι, οι επενδύσεις θα κάλπαζαν στις γειτονικές μας χώρες, που έχουν πολύ χαμηλούς συντελεστές. Όμως το πρόβλημα είναι πολύ πιο σύνθετο. Άλλωστε, μόλις δόθηκαν φορολογικές ελαφρύνσεις στα κέρδη, ο ίδιος ο ΣΕΒ είπε, ότι, για να αυξηθούν οι επενδύσεις, πρέπει να υπάρξουν ακόμη μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις, ενώ επανέλαβε τα περί ανάγκης μείωσης του εργατικού κόστους…

Όμως, όπως έγραψε πρόσφατα ένα ειδικός για το θέμα αυτό στην εφημερίδα “Καθημερινή”, «κανένα fund και καμία πολυεθνική με τα οποία συνεργάστηκα δεν αξιολόγησε μια πιθανή επένδυση στην Ελλάδα (ή άλλη χώρα) με κύριο γνώμονα τον ονομαστικό φορολογικό συντελεστή».

Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με ευρήματα εμπειρικών εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια, η δραστική μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις επιχειρήσεις -από περίπου 36% στα μέσα της δεκαετίας 1990 σε επίπεδα κάτω του 24% σήμερα κατά μέσο όρο- στην Ε.Ε. δεν φαίνεται να τροφοδότησε τους αναμενόμενους και σε διατηρήσιμη βάση υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Η ίδια διαπίστωση φαίνεται επίσης να ισχύει και στην περίπτωση της Ελλάδας. Η μείωση της εταιρικής φορολογίας από το 32% το 2005 στο 20% το 2012 συνέπεσε με μια περίοδο μη διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και διόγκωσης των «δίδυμων ελλειμμάτων» με αποτέλεσμα την οικονομική κατάρρευση.

Αντίθετα, με τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης, η επίδραση του φορολογικού συστήματος στην οικονομία δεν εξαρτάται μόνο από τους φορολογικούς συντελεστές, αλλά και από ολόκληρο το πλέγμα διατάξεων και διαδικασιών που συνεπάγεται η φορολογική νομοθεσία, από τη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης, το σύστημα επίλυσης διαφορών, τη φοροδιαφυγή κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι το σύνολο των χωρών που προχώρησαν σε φορολογικές μεταρρυθμίσεις (σταδιακές ελαφρύνσεις) υλοποίησαν παράλληλα συμπληρωματικά υποστηρικτικά μέτρα που αφορούν το επιχειρηματικό περιβάλλον αντιμετωπίζοντας τις δομικές αδυναμίες.

Το τέταρτο λάθος είναι η προσδοκία της κυβέρνησης ότι η μείωση της φορολογίας φυσικών προσώπων θα αυξήσει την ιδιωτική κατανάλωση και θα οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης χαμηλά και μεσαία εισοδήματα που παρουσιάζουν την υψηλότερη οριακή ροπή προς κατανάλωση αναμένεται να έχουν τα μικρότερα, έως αμελητέα, οφέλη από την εφαρμογή των νέων φορολογικών συντελεστών.

Το πέμπτο λάθος είναι η εγκατάλειψη της ολιστικής Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής που είχε αρχίσει να υλοποιεί η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, το κενό αναπτυξιακής στρατηγικής που έχει η νέα κυβέρνηση καλύπτεται από αποσπασματικά μέτρα, πελατειακές ρυθμίσεις και λογικές του παρελθόντος. Σε μια εποχή τεχνολογικού άλματος και κλιματικής αλλαγής, η πολιτική της κυβέρνησης βρίσκεται σε πλήρη απόκλιση από τις αρχές της βιωσιμότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αναζητεί τις απαντήσεις στη φθηνή εργασία και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και όχι στην αξιοποίηση της γνώσης και στις δυνατότητες για παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ενώ η οικονομία έχει τις δυνατότητες να κινηθεί ανοδικά, η πολιτική της κυβέρνησης δημιουργεί αβεβαιότητες και σοβαρούς κίνδυνους. Έτσι, η όποια ανάκαμψη, αν σημειωθεί, δεν θα είναι διατηρήσιμη, θα είναι άνιση και ευάλωτη σε διεθνείς αναταράξεις.

Η ΑΥΓΗ

Γιάννης Δραγασάκης, βουλευτής Δυτικού Τομέα της Αθήνας

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί